ελιγμός

ελιγμός
ο
1) зигзагообразное движение;

ελιγμοί τού όφεως — извивы змей;

2) прям. , перен. лавирование, маневрирование; уловка, увёртка;

κάνω ελιγμούς — лавировать, маневрировать;

η ικανότητα προς ελιγμούς — а) манёвренность; — б) перен. способность лавировать, маневрировать;

δι' επιτηδείων ελιγμών — с помощью ловких увёрток;

3) извилистость;

ελιγμοί της οδού — извилистость дороги;

4) извив, изгиб, извилина; излучина, поворот;
5) воен, манёвр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ελιγμός" в других словарях:

  • ἑλιγμός — winding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου …   Dictionary of Greek

  • ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἱλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμούς — ἑλιγμός winding masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμῷ — ἑλιγμός winding masc dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμόν — ἑλιγμός winding masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοῦ — ἑλιγμός winding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»